Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to entwine
01
πλέκω, ελίσσω
to twist and twine together or around something, often in a way that it is difficult to separate
02
πλέκω, δένω
tie or link together
Λεξικό Δέντρο
entwine
twine
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πλέκω, ελίσσω
πλέκω, δένω
Λεξικό Δέντρο