Ensuing
volume
British pronunciation/ɛnsjˈuːɪŋ/
American pronunciation/ˈɛnsuɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "ensuing"

01

following something or resulting from it

ensuing

adj

ensue

v

sue

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store