Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ensuing
01
επόμενος, που προκύπτει
following something or resulting from it
Παραδείγματα
The meeting was delayed due to the ensuing traffic jam.
Η συνάντηση καθυστέρησε λόγω της επόμενης κίνησης.
The decision sparked debate in the ensuing discussion.
Η απόφαση προκάλεσε αντιπαράθεση στη επόμενη συζήτηση.
Λεξικό Δέντρο
ensuing
ensue
sue



























