Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to ensnare
01
παγιδεύω, παγώνω
to trap someone in an uncomfortable situation or place
02
παγιδεύω, πιαίνω
take or catch as if in a snare or trap
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
παγιδεύω, παγώνω
παγιδεύω, πιαίνω