Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ENT
01
ΩΡΛ, Ωτορινολαρυγγολογία
a field of medicine or a department in a hospital that deals with ear, nose, and throat problems or diseases
Παραδείγματα
The ENT doctor recommended surgery to correct his persistent ear infections.
Ο ΩΡΛ γιατρός συνέστησε χειρουργική επέμβαση για τη διόρθωση των επίμονων λοιμώξεων του αφτιού.
The ENT clinic offers services for hearing loss, allergies, and throat disorders.
Η κλινική ΩΡΛ προσφέρει υπηρεσίες για απώλεια ακοής, αλλεργίες και διαταραχές του λάρυγγα.



























