LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Enkindled
/ɛnkˈɪndəld/
/ɛnkˈɪndəld/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "enkindled"
enkindled
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
set ablaze or ignited
ablaze
aflame
alight
enkindled
fiery
Παράδειγμα
The
enkindled
fire
provided
warmth
on
the
chilly
night
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App