Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ablaze
01
φλογερός, παθιασμένος
keenly excited (especially sexually) or indicating excitement
02
φλογερό, φλεγόμενο
resembling flame in brilliance or color
03
φλεγόμενος, καμμένος
lighted with red light as if with flames
Παραδείγματα
The forest was ablaze with the raging wildfire.
Το δάσος ήταν φλεγόμενο από την μανιασμένη πυρκαγιά.
The old barn was set ablaze by a stray spark.
Ο παλιός αχυρώνας πυρπολήθηκε από μια περιπλανώμενη σπίθα.



























