Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
engrossed
Παραδείγματα
She was so engrossed in her book that she did n't notice the time passing.
Ήταν τόσο απορροφημένη στο βιβλίο της που δεν πρόσεξε τον χρόνο που περνούσε.
The students were engrossed in the lecture, taking detailed notes.
Οι μαθητές ήταν απορροφημένοι από τη διάλεξη, κάνοντας λεπτομερή σημειώσεις.
02
καλλιγραφημένο, επίσημα γραμμένο
written formally in a large clear script, as a deed or other legal document



























