Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to engorge
01
καταβροχθίζω, τρώω ασυγκράτητα
overeat or eat immodestly; make a pig of oneself
Λεξικό Δέντρο
engorged
engorgement
engorge
gorge
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
καταβροχθίζω, τρώω ασυγκράτητα
Λεξικό Δέντρο