Elusion
volume
British pronunciation/ɪlˈuːʒən/
American pronunciation/ɪlˈuːʒən/

Ορισμός και Σημασία του "elusion"

01

the act of avoiding getting caught, usually by being fast or smart

elusion

n

elude

v

elusive

adj

elusive

adj
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store