Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
effortful
01
επίπονος, κουραστικός
requiring a lot of effort or hard work to achieve
Παραδείγματα
The effortful task of moving furniture left him tired and sore.
Η επίπονη εργασία της μετακίνησης επίπλων τον άφησε κουρασμένο και πονεμένο.
Her effortful study sessions paid off with excellent exam results.
Οι επιμελείς μελέτες της απέδωσαν με εξαιρετικά αποτελέσματα στις εξετάσεις.
Λεξικό Δέντρο
effortfulness
effortful
effort



























