effortful
e
ˈɛ
ε
ffort
fərt
φαρτ
ful
fəl
φαλ
British pronunciation
/ˈɛfətfə‍l/

Ορισμός και σημασία του "effortful"στα αγγλικά

01

επίπονος, κουραστικός

requiring a lot of effort or hard work to achieve
example
Παραδείγματα
The effortful task of moving furniture left him tired and sore.
Η επίπονη εργασία της μετακίνησης επίπλων τον άφησε κουρασμένο και πονεμένο.
Her effortful study sessions paid off with excellent exam results.
Οι επιμελείς μελέτες της απέδωσαν με εξαιρετικά αποτελέσματα στις εξετάσεις.

Λεξικό Δέντρο

effortfulness
effortful
effort
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store