Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Duplicity
01
διπροσωπία, υποκρισία
the practice of pretending to feel or act one way while actually pursuing another
Παραδείγματα
The spy was skilled in duplicity.
Ο κατάσκοπος ήταν επιδέξιος στην διπροσωπία.
His duplicity cost him the trust of his colleagues.
Η διπροσωπία του του κόστισε την εμπιστοσύνη των συναδέλφων του.
02
διπροσωπία, διαδικαστικό σφάλμα σε νομικά έγγραφα με αντιφατικές καταγγελίες
a procedural fault in legal pleadings involving contradictory allegations
Παραδείγματα
The defense objected to the duplicity in the indictment.
Η υπεράσπιση ενέκρουσε στην διπροσωπία στην κατηγορία.
The court dismissed the case due to duplicity in the charges.
Το δικαστήριο απέρριψε την υπόθεση λόγω διπλότητας στις κατηγορίες.



























