Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Duration
01
διάρκεια, περίοδος
the period of time during which something continues
02
διάρκεια, περίοδος
continuance in time
03
διάρκεια, χρονική περίοδος
the property of enduring or continuing in time
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διάρκεια, περίοδος
διάρκεια, περίοδος
διάρκεια, χρονική περίοδος