LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dried
/dɹˈaɪd/
/ˈdɹaɪd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "dried"
dried
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having had moisture removed, usually for the purpose of preservation
02
not still wet
Παράδειγμα
She
stocked
the
pantry
with
canned goods
and
dried
pasta
.
She
found
a
large
,
dried
calabash
and
thought
it
would
make
a
unique
musical instrument
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App