Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dried
01
αποξηραμένο, αφυδατωμένο
having had moisture removed, usually for the purpose of preservation
Παραδείγματα
Among hikers, thinly sliced dried meat is a popular snack.
Ανάμεσα στους πεζοπόρους, το ψιλοκομμένο αποξηραμένο κρέας είναι ένα δημοφιλές σνακ.
Dried flowers, with their vibrant colors preserved, are often used in crafts and decorations.
Αποξηραμένα λουλούδια, με τα ζωηρά τους χρώματα διατηρημένα, χρησιμοποιούνται συχνά σε χειροτεχνίες και διακοσμήσεις.
02
αποξηραμένος, στεγνός
not still wet
Λεξικό Δέντρο
undried
dried
dry



























