Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dower
01
προίκα, δικαίωμα της χήρας στην περιουσία
a widow's legal right to part of her late husband's property
Παραδείγματα
She claimed her dower after her husband's death.
Διεκδίκησε το προίκα της μετά το θάνατο του συζύγου της.
The law protected her dower rights to the estate.
Ο νόμος προστάτευε τα δικαιώματα προικιού της στην κληρονομιά.
02
προίκα, φερνή
money or property brought by a woman to her husband at marriage
to dower
01
προικίζω, εξοπλίζω με μια ενδowment
furnish with an endowment
Λεξικό Δέντρο
dowerless
dower



























