Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dough
01
ζύμη, ζύμη ψωμιού
a thick mixture of flour, liquid and sometimes yeast that is baked into bread or pastry
Παραδείγματα
Pizza dough needs to be stretched and shaped before adding the toppings.
Η ζύμη της πίτσας πρέπει να τεντωθεί και να διαμορφωθεί πριν προστεθούν τα υλικά.
The cookie dough is ready to be rolled into small balls and baked.
Η ζύμη για τα μπισκότα είναι έτοιμη να γίνει μικρές μπάλες και να ψηθεί.
Παραδείγματα
He needed some extra dough to cover his expenses for the month.
Χρειαζόταν λίγο επιπλέον φράγκα για να καλύψει τα έξοδά του για το μήνα.
They saved up enough dough to take a vacation to Europe.
Αποταμίευσαν αρκετά φράγκα για να πάνε διακοπές στην Ευρώπη.
Λεξικό Δέντρο
doughy
dough



























