Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
doughty
01
γενναίος, θαρραλέος
overflowing with bravery and determination
Παραδείγματα
Known for her doughty attitude, she tackled every challenge with resolve.
Γνωστή για την θαρραλέα στάση της, αντιμετώπισε κάθε πρόκληση με αποφασιστικότητα.
The doughty firefighter battled the flames with unwavering courage.
Ο γενναίος πυροσβέστης πολέμησε τις φλόγες με ακλόνητο θάρρος.



























