doddering
do
ˈdɑ
ντα
dde
ντερ
ring
rɪng
ρινγκ
British pronunciation
/dˈɒdəɹɪŋ/

Ορισμός και σημασία του "doddering"στα αγγλικά

01

τρεμουλιαστός, ασταθής

physically or mentally trembling due to old age
DisapprovingDisapproving
example
Παραδείγματα
The doddering old man slowly made his way across the room, leaning heavily on his cane.
Ο τρεμουλιαστός γέρος πέρασε αργά το δωμάτιο, στηριζόμενος βαριά στο μπαστούνι του.
Despite his doddering steps, he insisted on taking his daily walk through the park.
Παρά τα τρεμουλιαστά του βήματα, επέμεινε να κάνει την καθημερινή του βόλτα στο πάρκο.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store