Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
doddering
01
τρεμουλιαστός, ασταθής
physically or mentally trembling due to old age
Παραδείγματα
The doddering old man slowly made his way across the room, leaning heavily on his cane.
Ο τρεμουλιαστός γέρος πέρασε αργά το δωμάτιο, στηριζόμενος βαριά στο μπαστούνι του.
Despite his doddering steps, he insisted on taking his daily walk through the park.
Παρά τα τρεμουλιαστά του βήματα, επέμεινε να κάνει την καθημερινή του βόλτα στο πάρκο.
Λεξικό Δέντρο
doddering
dodder



























