
Αναζήτηση
Dode
01
ανόητος, αφελής
someone who is foolish or naive
Example
Stop acting like a dode and pay attention!
Σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν βλάκας και πρόσεχε!
He was such a dode, thinking he could finish the project without any help.
Ήταν τόσο ανόητος, νομίζοντας ότι μπορούσε να τελειώσει το έργο χωρίς καμία βοήθεια.