Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Disrepair
01
εγκατάλειψη, κακή κατάσταση
a damaged or broken state of a building or other structure, because it has not been taken care of
Λεξικό Δέντρο
disrepair
repair
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εγκατάλειψη, κακή κατάσταση
Λεξικό Δέντρο