Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dispiritedly
01
αποθαρρυμένα, με απογοήτευση
in a way that shows a loss of enthusiasm, hope, or confidence
Παραδείγματα
She walked dispiritedly out of the interview room after receiving no encouragement.
Βγήκε αποθαρρυμένη από την αίθουσα των συνεντεύξεων αφού δεν έλαβε καμία ενθάρρυνση.
The team sat dispiritedly on the bench after their defeat.
Η ομάδα κάθισε αποθαρρυμένα στον πάγκο μετά την ήττα της.
Λεξικό Δέντρο
dispiritedly
dispirited
dispirit



























