Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Disparity
01
διαφορά, ανισότητα
a noticeable and often significant difference or inequality between two or more things
Παραδείγματα
There is a large disparity between the wealth of the billionaire class and the working poor struggling to afford basic necessities.
Υπάρχει μια μεγάλη ανισότητα μεταξύ του πλούτου της τάξης των δισεκατομμυριούχων και των εργαζομένων φτωχών που αγωνίζονται να αντέξουν οικονομικά τις βασικές ανάγκες.
Studies have shown growing disparities in standardized test scores based on school funding and socioeconomic status.
Μελέτες έχουν δείξει αυξανόμενες διαφορές στα αποτελέσματα των τυποποιημένων τεστ με βάση τη χρηματοδότηση του σχολείου και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση.
Λεξικό Δέντρο
disparity
parity



























