Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to disparage
01
υποτιμώ, δυσφημώ
to speak negatively about someone, often shaming them
Παραδείγματα
He often disparages his colleagues during team meetings, creating a negative atmosphere.
Συχνά μειώνει τους συναδέλφους του κατά τις συναντήσεις της ομάδας, δημιουργώντας μια αρνητική ατμόσφαιρα.
She disparaged the company's previous management, highlighting their alleged failures.
Εκείνη καθύβρισε την προηγούμενη διοίκηση της εταιρείας, τονίζοντας τις υποτιθέμενες αποτυχίες τους.
Λεξικό Δέντρο
disparagement
disparager
disparaging
disparage



























