Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to allege
01
ισχυρίζομαι, αποκαλώ χωρίς αποδείξεις
to say something is the case without providing proof for it
Transitive: to allege that | to allege sth
Παραδείγματα
Parents of the student allege that the school did not take the bullying complaints seriously.
Οι γονείς του μαθητή ισχυρίζονται ότι το σχολείο δεν πήρε στα σοβαρά τις καταγγελίες για εκφοβισμό.
She alleges that the contract was breached when they failed to deliver on time.
Εκείνη ισχυρίζεται ότι η σύμβαση παραβιάστηκε όταν απέτυχαν να παραδώσουν εγκαίρως.
Λεξικό Δέντρο
alleged
allegement
allege



























