Desiccant
volume
British pronunciation/dˈɛsɪkənt/
American pronunciation/dˈɛsɪkənt/

Ορισμός και Σημασία του "desiccant"

01

a substance that promotes drying (e.g., calcium oxide absorbs water and is used to remove moisture)

desiccant

n
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store