Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Deshabille
01
ακαταστασία
the state of being clothed only partly or carelessly
Παραδείγματα
He stumbled into the office in deshabille, looking as if he had hastily thrown on his clothes.
Σκόνταψε στο γραφείο ατημέλητα ντυμένος, φαινόμενος σαν να είχε βιαστικά φορέσει τα ρούχα του.
The child came downstairs in deshabille, with pants half on and shirt inside out.
Το παιδί κατέβηκε κάτω σε deshabille, με το παντελόνι μισοφόρετο και το πουκάμισο ανάποδα.



























