Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
deserted
01
ερημικός, εγκαταλειμμένος
(of a place) empty or devoid of people, activity, or signs of life
Παραδείγματα
The deserted streets of the ghost town echoed with silence.
Οι ερημικές οδoί της πόλης-φάντασμα αντηχούσαν με σιωπή.
The deserted beach stretched for miles without a soul in sight.
Η έρημη παραλία εκτεινόταν για μίλια χωρίς ψυχή στο οπτικό πεδίο.
02
εγκαταλελειμμένος, έρημος
(of a person or thing) having been left alone or abandoned by others
Παραδείγματα
The small town looked deserted, with no one on the streets.
Η μικρή πόλη φαινόταν ερημική, χωρίς κανέναν στους δρόμους.
The deserted car on the highway raised suspicions.
Το εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο στον αυτοκινητόδρομο προκάλεσε υποψίες.
Λεξικό Δέντρο
deserted
desert



























