Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
desiccated
01
αποξηραμένος, αφυδατωμένος
treated or preserved by removing moisture
Παραδείγματα
The desiccated herbs were sealed in airtight containers to ensure their long-term preservation.
Τα αποξηραμένα βότανα σφραγίστηκαν σε αεροστεγή δοχεία για να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη διατήρησή τους.
The desiccated meat was vacuum-sealed to extend its shelf life.
Το αποξηραμένο κρέας σφραγίστηκε με κενό για να επεκτείνει τη διάρκεια ζωής του.
02
αποξηραμένος, αφυδατωμένος
thoroughly dried out
03
αποξηραμένος, άψυχος
lacking vitality or spirit; lifeless
Λεξικό Δέντρο
desiccated
desiccate



























