LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Deboned
/dˈɛbənd/
/dˈɛbənd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "deboned"
deboned
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having the bones removed from meat, fish, or poultry
boneless
deboned
adj
boned
adj
bone
v
Παράδειγμα
He
preferred
deboned
ribs
to
avoid
dealing with
the
mess
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App