Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
debonair
01
κομψός, γοητευτικός
(particularly of a man) handsome, stylish and full of confidence
Παραδείγματα
He looked debonair in his tailored suit and polished shoes.
Φαινόταν κομψός στο ραμμένο κοστούμι του και τα γυαλισμένα παπούτσια του.
The debonair host charmed everyone at the party with his confidence.
Ο κομψός οικοδεσπότης γοήτευσε όλους στο πάρτι με την αυτοπεποίθησή του.
02
αισιόδοξος, ζωηρός
having a cheerful, lively, and self-confident air



























