Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
dated
01
ξεπερασμένος, παρωχημένος
no longer fashionable or commonly used
Παραδείγματα
The interior décor of the restaurant felt dated, with old-fashioned furnishings.
Η εσωτερική διακόσμηση του εστιατορίου φαινόταν ξεπερασμένη, με παλιομοδίτικα έπιπλα.
She found the language in the book to be dated, reflecting the attitudes of a bygone era.
Βρήκε ότι η γλώσσα στο βιβλίο ήταν παρωχημένη, αντικατοπτρίζοντας τις στάσεις μιας περασμένης εποχής.
Λεξικό Δέντρο
undated
dated
date



























