Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Curettage
01
κυρέτασμα, διαστολή και κυρέτασμα
an operation in which small sharp tools are used to remove material from inside the uterus or another body part
Λεξικό Δέντρο
curettage
curet
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κυρέτασμα, διαστολή και κυρέτασμα
Λεξικό Δέντρο