cruel
cruel
kru:əl
κρουαλ
British pronunciation
/ˈkruːəl/

Ορισμός και σημασία του "cruel"στα αγγλικά

01

σκληρός, αδίστακτος

having a desire to physically or mentally harm someone
cruel definition and meaning
example
Παραδείγματα
The cruel bully tormented his classmates daily, enjoying their distress.
Ο σκληρός νταής βασάνιζε καθημερινά τους συμμαθητές του, απολαμβάνοντας την αγωνία τους.
She showed her cruel nature by neglecting her pet's basic needs.
Έδειξε τη σκληρή της φύση αγνοώντας τις βασικές ανάγκες του κατοικίδιού της.

Λεξικό Δέντρο

cruelly
cruelness
cruel
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store