Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Criticism
01
κριτική, μομφή
negative feedback that highlights mistakes or areas for improvement
Παραδείγματα
His criticism helped me see flaws I had n’t noticed before.
Η κριτική του με βοήθησε να δω ελαττώματα που δεν είχα παρατηρήσει πριν.
She faced criticism for not meeting the project's expectations.
Αντιμετώπισε κριτική για τη μη συμμόρφωση με τις προσδοκίες του έργου.
02
κριτική
a serious examination and judgment of something
Παραδείγματα
Criticism of a play can influence audience perceptions and discussions about its themes and messages.
Η κριτική ενός θεατρικού έργου μπορεί να επηρεάσει τις αντιλήψεις του κοινού και τις συζητήσεις για τα θέματα και τα μηνύματά του.
The criticism of the film's pacing centered on the slow first act, which some viewers found tedious
Η κριτική για τον ρυθμό της ταινίας επικεντρώθηκε στην αργή πρώτη πράξη, που κάποιοι θεατές βρήκαν κουραστική.
Λεξικό Δέντρο
criticism
critic



























