Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Critter
01
πλάσμα, ζώο
a creature, especially a small or domestic animal
Παραδείγματα
The barn was full of noisy critters, from goats to chickens.
Ο αχυρώνας ήταν γεμάτος με θορυβώδη πλάσματα, από κατσίκια μέχρι κοτόπουλα.
She rescued a stray critter hiding under her porch.
Έσωσε ένα πλάσμα αδέσποτο που κρυβόταν κάτω από τη βεράντα της.



























