Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Credit rating
01
πιστοληπτική αξιολόγηση, πιστωτικό σκορ
a number that represents how reliable a person or company is when it comes to paying back loans, based on their past financial activity
Παραδείγματα
His credit rating improved after he paid off his debt.
Η πιστοληπτική του βαθμολογία βελτιώθηκε αφού εξόφλησε το χρέος του.
The bank denied the loan because of her low credit rating.
Η τράπεζα αρνήθηκε το δάνειο λόγω της χαμηλής της πιστοληπτικής αξιολόγησης.



























