Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Credibility
01
αξιοπιστία, ευπιστία
a quality that renders a thing or person as trustworthy or believable
Παραδείγματα
Her extensive experience in the field added significant credibility to her research findings.
Η εκτενής εμπειρία της στον τομέα πρόσθεσε σημαντική αξιοπιστία στα ευρήματα της έρευνας.
Building credibility with clients is crucial for maintaining long-term business relationships.
Η δημιουργία αξιοπιστίας με τους πελάτες είναι κρίσιμη για τη διατήρηση μακροπρόθεσμων επιχειρηματικών σχέσεων.
Λεξικό Δέντρο
incredibility
credibility
credible



























