Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Creator
01
δημιουργός, εφευρέτης
a person who grows or makes or invents things
Παραδείγματα
She prayed to the Creator for guidance and strength.
Προσευχήθηκε στον Δημιουργό για καθοδήγηση και δύναμη.
He expressed gratitude to the Creator for the beauty of the natural world.
Εξέφρασε ευγνωμοσύνη στον Δημιουργό για την ομορφιά του φυσικού κόσμου.
Λεξικό Δέντρο
creator
create



























