Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Maker
01
κατασκευαστής, δημιουργός
a person who makes things
02
κατασκευαστής, παραγωγός
a business engaged in manufacturing some product
Παραδείγματα
He gave thanks to his Maker for the blessings in his life.
Ευχαρίστησε τον Δημιουργό του για τις ευλογίες στη ζωή του.
In her prayers, she asked the Maker for wisdom and peace.
Στις προσευχές της, ζήτησε από τον Δημιουργό σοφία και ειρήνη.



























