Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Credence
01
κρεδένζα, τραπέζι κρεδένζας
a small table or cabinet used in religious or formal settings to hold items like bread, wine, or utensils before they are used
Παραδείγματα
small table or cabinet used in religious or formal settings to hold items like bread, wine, or utensils before they are used
Κρεδένζα είναι ένα μικρό τραπέζι ή ντουλάπι που χρησιμοποιείται σε θρησκευτικά ή επίσημα πλαίσια για την αποθήκευση αντικειμένων όπως ψωμί, κρασί ή σκεύη πριν από τη χρήση τους.
The church 's credence held the communion vessels.
Το κρεδένζι της εκκλησίας κρατούσε τα αγγεία της Θείας Κοινωνίας.
02
αξιοπιστία, πίστη
belief in the truth of something
Παραδείγματα
His story gained credence after the witness confirmed it.
Η ιστορία του απέκτησε αξιοπιστία αφού ο μάρτυρας την επιβεβαίωσε.
The theory has little credence among experts.
Η θεωρία έχει λίγη αξιοπιστία μεταξύ των ειδικών.



























