Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
creditable
01
έπαινος, αξιοσέβαστος
deserving of approval or respect, though not very exceptional
Παραδείγματα
While not a masterpiece, the artist 's early work is still creditable and shows potential.
Αν και δεν είναι αριστούργημα, το πρώιμο έργο του καλλιτέχνη είναι ακόμα αξιέπαινο και δείχνει δυνατότητες.
Given the limited resources, the team 's performance was quite creditable.
Δεδομένων των περιορισμένων πόρων, η απόδοση της ομάδας ήταν αρκετά αξιέπαινη.
Λεξικό Δέντρο
creditably
discreditable
creditable
credit



























