Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Creditor
01
πιστωτής, πιστώτρια
someone or an organization that has lent money and expects repayment
Παραδείγματα
The creditor contacted him weekly to check on the status of his loan repayment.
Ο πιστωτής τον επικοινωνούσε εβδομαδιαία για να ελέγξει την κατάσταση της αποπληρωμής του δανείου του.
After the business took out a loan, the creditor held a claim on its assets.
Αφού η επιχείρηση πήρε δάνειο, ο πιστωτής είχε απαίτηση στα περιουσιακά της στοιχεία.
Λεξικό Δέντρο
creditor
credit



























