Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to crank up
01
περιστρέφω με μανιβέλα, γυρίζω με μανιβέλα
rotate with a crank
02
ξεκινώ γυρίζοντας μια μανιβέλα, ενεργοποιώ γυρίζοντας
to start something by turning a handle or lever
Παραδείγματα
He had to crank up the old car's engine on the cold morning.
Έπρεπε να ξεκινήσει τη μηχανή του παλιού αυτοκινήτου στο κρύο πρωί.
The musician cranked up his amplifier before beginning the concert.
Ο μουσικός ενεργοποίησε τον ενισχυτή του πριν ξεκινήσει τη συναυλία.



























