Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
airtight
01
αεροστεγής, αδιάβλητος
having no weak points
02
αεροστεγής, εξαερόστεγος
sealed or closed completely to prevent air or gas from entering or escaping
Παραδείγματα
The container was airtight, keeping the food fresh for an extended period.
Το δοχείο ήταν αεροστεγές, διατηρώντας το φαγητό φρέσκο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Airtight doors are crucial in maintaining controlled environments in laboratories.
Οι αεροστεγείς πόρτες είναι κρίσιμες για τη διατήρηση ελεγχόμενων περιβαλλόντων σε εργαστήρια.



























