Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Airtime
01
χρόνος μετάδοσης, διάρκεια μετάδοσης
the amount of time given to a program on television or radio
Παραδείγματα
The radio station schedules the news broadcast during peak airtime.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός προγραμματίζει την εκπομπή ειδήσεων κατά τις ώρες αιχμής.
They are trying to get more airtime for their new podcast.
Προσπαθούν να αποκτήσουν περισσότερο χρόνο μετάδοσης για το νέο τους podcast.



























