LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Airship
/ˈeəʃɪp/
/ˈɛɹˌʃɪp/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "airship"
Airship
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a steerable self-propelled aircraft
Παράδειγμα
Modern
zeppelin
designs
focus
on
using
advanced
materials
and
technology
for
safer
and more
efficient
airship
operations
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App