Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
convincingly
01
πειστικά, με πειστικό τρόπο
in a manner that persuades others to believe something is true, real, or valid
Παραδείγματα
She convincingly explained her absence to the committee.
Εξήγησε την απουσία της στην επιτροπή με πειστικό τρόπο.
The actor convincingly portrayed a grieving father.
Ο ηθοποιός πειστικά απεικόνισε έναν θλιμμένο πατέρα.
02
πειστικά, χωρίς να αφήνει αμφιβολίες
in a way that clearly shows superiority or victory, leaving no room for doubt
Παραδείγματα
They convincingly won the final match, scoring five goals to none.
Κέρδισαν πειστικά τον τελικό αγώνα, σκοράροντας πέντε γκολ και δε δέχτηκαν κανένα.
She convincingly beat her opponent in the election.
Νίκησε τον αντίπαλό της με πειστικό τρόπο στις εκλογές.
Λεξικό Δέντρο
unconvincingly
convincingly
convincing
convince



























