Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cogently
01
με πειστικό τρόπο, σαφώς και λογικά
in a clear, logical, and convincing manner, especially when presenting an argument or reasoning
Παραδείγματα
She cogently explained why the policy would not work.
Εξήγησε πειστικά γιατί η πολιτική δεν θα λειτουργούσε.
The lawyer argued cogently in favor of her client's innocence.
Ο δικηγόρος υποστήριξε με πειστικό τρόπο την αθωότητα του πελάτη της.
Λεξικό Δέντρο
cogently
cogent



























