LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Coffin
/kˈɒfɪn/
/ˈkɔfɪn/
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "coffin"
Coffin
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
box in which a corpse is buried or cremated
to coffin
ΡΉΜΑ
01
place into a coffin
word family
coffin
coffin
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
coffey still
coffered ceiling
cofferdam
coffer
coffeepot
coffin nail
cofounder
cog
cog in a machine
cog railway
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App