Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
convivial
01
φιλικός, ζεστός
having a friendly, warm, or inviting manner or mood
Παραδείγματα
The party had a convivial atmosphere, full of laughter and music.
Το πάρτι είχε μια φιλική ατμόσφαιρα, γεμάτη γέλιο και μουσική.
She was known for her convivial nature and love of gatherings.
Ήταν γνωστή για τη κοινωνική της φύση και την αγάπη της για τις συγκεντρώσεις.
Λεξικό Δέντρο
conviviality
convivially
convivial
conviv



























