Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
congenital
01
εκ γενετής, συγγενής
having a disease since birth that is not necessarily hereditary
Παραδείγματα
Mary 's congenital condition caused her to be born with an extra finger on each hand.
Η συγγενής κατάσταση της Μέρι την έκανε να γεννηθεί με ένα επιπλέον δάχτυλο σε κάθε χέρι.
Tim was born with a congenital hip dislocation that required corrective surgery.
Ο Tim γεννήθηκε με εκ γενετής εξάρθρωση του ισχίου που απαιτούσε διορθωτική χειρουργική επέμβαση.



























